- προυκαλύψατ'
- προεκαλύψατο , προκαλύπτωhang beforeaor ind mid 3rd sgπροεκαλύψατε , προκαλύπτωhang beforeaor ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… … Dictionary of Greek